- σαρκοφάγος
- -α, -οαυτός που τρώει σάρκες: Σαρκοφάγα ζώα.————————ημαρμάρινη ή πήλινη θήκη για νεκρούς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σαρκοφάγος — eating flesh masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρκοφάγος — Νεκρική λάρνακα λίθινη ή πήλινη, σε χρήση από την προϊστορική εποχή ως το Μεσαίωνα. Οι πρώτες σ. εμφανίζονται στην Αίγυπτο κατά την 3η π.Χ. χιλιετία: είναι ξύλινες κιβωτιόσχημες, με ζωγραφική ή πλαστική διακόσμηση, ή ανθρωποειδείς με κάλυμμα που… … Dictionary of Greek
Αλεξάνδρου, σαρκοφάγος — Αττική μαρμάρινη σαρκοφάγος που βρέθηκε στη Σιδώνα το 1887. Χρονολογείται γύρω στο 320 π.Χ. και στις ανάγλυφες παραστάσεις της διακρίνεται η μορφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου … Dictionary of Greek
σαρκοφάγοις — σαρκόφαγος eating flesh masc/fem/neut dat pl σαρκοφάγος eating flesh masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρκοφάγον — σαρκοφάγος eating flesh masc/fem acc sg σαρκοφάγος eating flesh neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρκοφάγου — σαρκόφαγος eating flesh masc/fem/neut gen sg σαρκοφάγος eating flesh masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρκοφάγους — σαρκόφαγος eating flesh masc/fem acc pl σαρκοφάγος eating flesh masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρκοφάγων — σαρκόφαγος eating flesh masc/fem/neut gen pl σαρκοφάγος eating flesh masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρκοφάγῳ — σαρκόφαγος eating flesh masc/fem/neut dat sg σαρκοφάγος eating flesh masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρκοφάγα — σαρκοφάγος eating flesh neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)